ανάστροφα

ανάστροφα
επί р р. наоборот, наизнанку, навыворот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανάστροφα" в других словарях:

  • ἀναστροφάν — ἀναστροφά̱ν , ἀναστροφή turning upside down fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφάς — ἀναστροφά̱ς , ἀναστροφή turning upside down fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάστροφος — η, ο (Α ἀνάστροφος, ον) [αναστρέφω] 1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος 2. επίρρ. ανάστροφα αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία 3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος …   Dictionary of Greek

  • κατατρεπτικός — κατατρεπτικός, ή, όν (Α) [κατατρέπω] αυτός που έχει τη δύναμη να τρέπει προς τα κάτω, ο ικανός να αναστρέφει. επίρρ... κατατρεπτικῶς (Α) ανάστροφα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»